ΚΟΜΜΕΝΟ ΑΡΤΑΣ: ΤΟ ..ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ!
Ήταν 16 Αυγούστου του 1943 όταν ο διοικητής του 12ου Λόχου των ορεινών καταδρομέων «Εντελβάις» Υπολοχαγός Ρέζερ έδωσε τη διαταγή «Θα μπούμε στο χωριό και δεν θa αφήσουμε τίποτε όρθιο». Οι μαρτυρίες των κατοίκων που επέζησαν προκαλούν φρίκη. Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1943, ο 12ος Λόχος του 98ου Συντάγματος 1ου Ορεινού Τμήματος, που είχε στρατοπεδεύσει σε μια κοιλάδα στα βόρεια ακριβώς της Άρτας, κάπου κοντά στη Φιλιππιάδα, κλήθηκε να βγει από τις σκηνές του.
Xαράματα 16ης Αυγούστου ακούστηκαν οι πρώτες εκρήξεις όλμων που είχαν τοποθετηθεί σε τρία επίκαιρα σημεία του χωριού. Αμέσως άρχισαν οι πυροβολισμοί και η διασταύρωση των πυρών, ενώ τα πυροβόλα και τα οπλοπολυβόλα δε σταμάτησαν ούτε στιγμή, δίνοντας την εντύπωση κάποιας σκληρής μάχης. Καθώς εισέβαλαν στα σπίτια, ολόκληρες οικογένειες αιφνιδιάστηκαν στον ύπνο και μη μπορώντας να αντιδράσουν, έπεφταν νεκρές από τις σφαίρες των όπλων και τα βλήματα των χειροβομβίδων.
Γέροι άνθρωποι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί, σκοτώθηκαν επιτόπου. Κορίτσια με την απειλή των όπλων βιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση από τους γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι, αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους, έκοβαν τους μαστούς και τις έσφαζαν σα ζώα. Έβρεχαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών που κοιμόντουσαν ακόμη στην κούνια τους και το άναβαν.
Μια γυναίκα έγκυος, αφού της ανοίξανε την κοιλιά, βγάλανε από εκεί το έμβρυο που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο και το εναποθέσανε στα χέρια της. Έτσι βρέθηκε η γυναίκα. Νεκρή με ανοιγμένα σπλάχνα και το αγέννητο παραμορφωμένο νεκρό, στα χέρια της.
Άλλα από τα παιδιά τα εκτελούσαν στον κρόταφο με μια σφαίρα περιστρόφου, ενώ άλλα τα κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους παρ’ όλη την αθωότητα και τα κλάματα τους.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα.
Από αυτό που συμπεραίνεται, από τα λεγόμενα επιζώντων αυτοπτών μαρτύρων για ορισμένα περιστατικά, είναι ότι οι φονιάδες μεθούσαν με ναρκωτικές ουσίες για να είναι γρήγοροι στις αποφάσεις τους και όσο πιο αποτελεσματικοί στα πρωτόγονα ένστικτά τους. Στην εκκλησιά της Παναγιάς του χωριού, αφού αφόδευσαν στην πύλη του ιερού βήματος, πέταξαν στο πάτωμα του ναού τις εικόνες του τέμπλου και τα ιερά σκεύη.
Βίασαν ακόμα και μία νεκρή γυναίκα, μάνες τις απειλούσαν με τα όπλα τους και αφού έκαιγαν ζωντανά τα παιδιά τους, τότε τις εκτελούσαν. Ήταν η επίλεκτη δύναμη των Ναζί, που περηφανεύονταν για τον …. «αντρισμό» τους. Τα πιο γνωστά ολοκαυτώματα του Διστόμου και των Καλαβρύτων δεν χάθηκαν από την μνήμη των ανθρώπων στο πέρασμα των ετών όσο το Κομμένο της Άρτας, παρότι υπήρξαν μετά το τέλος του πολέμου ακόμα και έγγραφες μαρτυρίες στρατιωτών της μεραρχίας …αντιθέτως όμως η μεταπολεμική … «δημοκρατική» πλέον Γερμανία όσο σήμερα, φρόντισε να καλύψει τα κτήνη αυτά και να τους προσφέρει ασφαλή διαφυγή στην Αργεντινή.
Δικό μας χρέος είναι να μην ξεχάσουμε. Αντίθετα στα συμφέροντα κάποιων που μας θέλουν χωρίς μνήμη, χωρίς Ιστορία.