Ο καλόγηρος στα σύνορα, που δεν είχε σύνορα η καρδιά του

2019-08-17 12:19

Πάνε πολλά χρόνια, καλοκαίρι του 1987 ήταν, μαθητές εμείς, που γνωρίσαμε τον αλησμόνητο ηγούμενο π. Θεόδωρο Μπεράτη της Μονής Μολυβδοσκεπάστου στην ελληνοαλβανική συνοριογραμμή της Κόνιτσας, μόλις 100 μ. απέχει η Μονή από το Αλβανικό έδαφος.

Από το 1970, που χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον μακαριστό μητροπολίτη Σεβαστιανό, στον οποίο είχε "παραδώσει" άνευ όρων τον συναισθηματικό του πλούτο και αναζογωονούνταν καθημερινά, μετά την κοίμησή του, πάνω από το κιβούρι του στον αύλειο χώρο της Μονής, έμεινε εκεί, στην άκρη της Ελλάδας, 49 ολόκληρα χρόνια (τα 21 τελευταία από αυτά ως ηγούμενος).

Bιγλάτορας όχι μόνο στην εσχατιά της πατρίδας, αλλά και στα μεθόρια των ανθρώπινων ψυχών, στα περάσματα της λογικής του Θεού. Υπήρξε ένας καλόγηρος στα σύνορα, χωρίς να έχει σύνορα, περιορισμούς και φραγμούς στην αγάπη, η καρδιά του.

Κάθε φορά, που πηγαίναμε στο μοναστήρι να τον συναντήσουμε, μας υποδεχόταν με ένα πλατύ χαμόγελο. Συζητούσαμε για λίγο και χωρίς να προλάβει να πάρει μια ανάσα έτρεχε στο εξομολογητήριο.

Ώρες ολόκληρες εκεί. Άκουγε, συμβούλευε, όχι τυπικά, όχι διεκπαιρεωτικά, αλλά ως γνήσιος και χαρισματικός πατέρας. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες πρόσωπα, κάθε ηλικία, κάθε φύλου, κάθε μόρφωσης, βρήκαν ανάπαυση σ' αυτόν όλα αυτά τα χρόνια.

Παρότι ήταν αυστηρός με τον εαυτό του δεν ήταν ακραίος με τους άλλους, ήταν επιεικής.

Έτσι σεβόταν και τηρούσε τα δόγματα και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, αλλά την ίδια στιγμή, χωρίς να κάνει καμία τυπική παρέκκλιση, γνώριζε, που έπρεπε να έχει το προβάδισμα η αγάπη, η ανθρωπιά, η συναντίληψη.

Είχε μια ισορροπία στη σκέψη και στη συμπεριφορά του, ώστε και αν η ζωή του, που ήταν λιτή και ασκητική, τίποτε δεν άφησε ως παριουσιακό στοιχείο, παρά μόνο τα φτερά των αρετών του, με τα οποία πετούσε πάνω από της γης τα στείρα μονοπάτια, μαρτυρούσε, φώναζε το ζήλο του για την πίστη, έναν ζήλο θυσιαστικό, εν τούτοις δεν ήταν φανατικός. Κατανοούσε, ανεχόταν και συγχωρούσε.

Με αυτή τη θαυμαστή γραμμή του, πάθος και πόθος για το Θεό, αλλά όχι φανατισμός, χάρασσε το δρόμο για να αποφεύγονται ακρότητες επιβλαβείς για τη χριστιανική ζωή.

Και τραβούσε σαν μαγνήτης άτομα κοντά του, μάλιστα νεαρά, κάποια από τα οποία, έμειναν στο Μοναστήρι, όπως οι ιερομόναχοι π. Αρσένιος Μάιπας και ο π. Παΐσιος Κοντοσάκκος.

Ως εργάτης της Ορθοδοξίας μοχθούσε να εξαπλωθεί και να βλαστήσει το έργο του όσο θέλει ο Θεός, αλλά εκείνος έμενε αφανής.

Όσες φορές ανταλάσσαμε απόψεις μαζί του, όσες φορές τον βλέπαμε δίπλα στο Σεβαστιανό, αλλά και στον διαδοχό του Σεβ. Μητροπολίτη Κονίτσης κ. Ανδρέα, που τις αρχές και τις αξίες τους ενστερνιζόταν με ενθουσιασμό, όσες φορές πληροφορούμασταν τη βοήθειά του με διάφορους τρόπους προς τους ανθρώπους, είτε αυτοί ήταν Βορειοηπειρώτες, είτε Αλβανοί, είτε κάτοικοι περιοχών της Ελλάδας, πάντα νιώθαμε ότι η πνευματική δυναμικότητά του, συνδυασμένη αρμονικά με την ηρεμία στο πρόσωπό του και στο βλέμμα του, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του.

Φαινόταν η υπεροχή του πνεύματός του πάνω στο σώμα του. Γέμιζε με την πνοή της δικής του καρδιάς την καρδιά των άλλων.